Μέσα στα έγκατα της γης
που μας γένννησε,μας μεγάλωσε αλλά και
μας κατάπινε κάθε φορά που την πληγώναμε
εκεί που όλα έχουν το χρώμα μιας νύχτας
χωρίς αστέρια εκεί βρέθηκα, από που μην
με ρωτήσετε.
Εγώ μια μικρή σχισμή
ανάμεσα στο χώμα,στις πέτρες,στις ρίζες
στη ζωή που δεν τη βλέπει μάτι
ανθρώπινο.Πάλευα κάθε μέρα,κάθε ώρα,κάθε
λεπτό για να πάρω μορφή,να βγω, να βγω
ν᾽αναπνεύσω.
Αέρας δροσερός, με
σήκωσε ψηλά με πήγε μακριά ανάμεσα σε
φιγούρες που στέκονταν επιβλητικές,σχεδόν
ασάλευτες .Στάθηκα δίπλα τους, τους
μίλησα είδα ζωή,ελπίδα.Ο αέρας ήρθε
πάλι.Το πέρασμά του ήταν καυτό και βίαιο
που οι φιγούρες σχεδόν ικέτευαν για
ζωή,ικέτευαν για νερό που θα καθάριζε
τις πληγές τους.Ήρθε πέρασε ανάμεσά
τους με ορμή αλλά τις παρέσυρε σε μια
θάλασσα τόσο ταραγμένη και αφιλόξενη.
Για μέρες οι φιγούρες
προσπαθούσαν να κρατηθούν να βγουν στην
επιφάνεια.Έβλεπαν εκείνη την αχτίδα
και ήθελαν να την φτάσουν,να βγουν στην
ηρεμία,στο φως.
Πέρασε καιρός αλλά να
κοίτα τες τώρα στέκουν εκεί που η αχτίδα
γίνεται φως και αυτό με την σειρά του
ελπίδα για ζωή,συνέχεια,δημιουργία
αιώνια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου