Πώς ξεκίνησε
λοιπόν όλη αυτή η νοσταλγία για το Πάσχα; Εδώ και πολλά χρόνια, ούτε κάνω κάτι
ιδιαίτερο αλλά ούτε έχω και την διάθεση πλέον, πόσο μάλλον από τον καιρό, που
δουλεύω σε γνωστό εμπορικό της πόλης και βλέπω όλο το κατανυκτικό, καταναλωτικό
όργιο που διακατέχει τους πιστούς τις ημέρες αυτές.
Την μεγάλη Πέμπτη
κι ενώ ήμουν στην δουλειά, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η αδερφή του μπαμπά μου.
Μιλήσαμε για λίγο , μου ευχήθηκε, μου είπε ότι με σκέφτεται και με αγαπά και
έτσι κλείσαμε το τηλέφωνο. Σε κάποιο δεύτερο χρόνο, το μυαλό μου έκανε φλας
μπακ, στο πως περνούσαμε αυτές τις ημέρες, όταν ήμουν παιδί στο πατρικό μου
σπίτι. Και εκεί πραγματικά μελαγχόλησα , με έπιασε νοσταλγία.
Όταν έφυγαν από
την ζωή και οι δύο παππούδες, σταμάτησαν σιγά-σιγά και οι μεγάλες οικογενειακές
συγκεντρώσεις. Και μαζί τους σταμάτησε και όλη αυτή η προσμονή που ένιωθα ,η
λαχτάρα ότι το σπίτι μας θα γέμιζε κόσμο ,φωνές,γέλια,τσακωμούς (ναι γιατί
υπάρχουν και αυτά και όποιος μου πει ότι όπου λαλούν πολλοί κοκόροι ξημερώνει
πλανάται πλάνην οικτρά).
Αυτό λοιπόν που
περίμενα όλο τον χρόνο ήταν τα ξαδέρφια μου . Με κάποια ήμασταν συνομήλικοι ,με
άλλα είχαμε μια διαφορά 3-5 χρόνων περίπου. Σκεφτείτε ότι σε ένα σπίτι πάνω
κάτω έμεναν 24 άτομα και υπήρχαν 2 τουαλέτες ( φανταστείτε αναμονή το
πρωί). Το κλου λοιπόν σε αυτόν τον οικογενειακό συνωστισμό ήταν ότι όλα τα
παιδιά κοιμόμασταν στρωματσάδα. Κάτι σαν ένα πρώιμο πυτζάμα πάρτι. Νομίζω ότι
το περισσότερο γέλιο στην ζωή μου το έχω ρίξει σε αυτούς τους ύπνους.
Επίσης την Κυριακή
του Πάσχα έπαιζε το καλύτερο πρωινό. Τσουρέκι με μαργαρίνη που την έφερναν οι
θείες μου από Αθήνα. Την γεύση που θυμάμαι έως και σήμερα ήταν η μακαρονόπιτα
έπος της γιαγιάς. Αλλιώς υπήρχε και η τρίτη επιλογή που τότε ήτο πολύ της
μοδός, νες ζεστός με γάλα και ατελείωτη βούτα με πασχαλινά κουλουράκια ή πάλι
τσουρέκι.
Σε εκείνη την
αυλή με την μανταρινιά, που έβγαζε τα πιο γλυκά μανταρίνια,την βερικοκιά που
είχα χτυπήσει άπειρες φορές και με το μικρό κηπάκι, που η γιαγιά πάντα φρόντιζε
να ασβεστώσει τα τούβλα γύρω γύρω, αλλά και στην αποθήκη που υπήρχε πριν
χτιστεί το γκαράζ που είναι τώρα,φάγαμε,χορέψαμε,με ήλιο,με βροχή,με κρύο,με
ζέστη ,με φωνές πολλές φωνές πραγματικά.
Ένα άλλο έτσι
αξιοπερίεργο θαύμα των ημερών ήταν που βλέπαμε τηλεόραση καθισμένοι στο πάτωμα
λόγω έλλειψης καθισμάτων (είπαμε 24 άτομα). Έπαιζε κάποιο εορταστικό πρόγραμμα
και τραγουδούσε η Άντζελα Δημητρίου. Θυμάμαι να λέω στην ξαδέρφη μου ότι της μοιάζει,κάτι
στα μάτια της αοιδού μου την θύμιζε πολύ έντονα και την ξαδέρφη μου να λέει πως
αποκλείεται . Μακάρι να ήσουν εδώ και σήμερα Δωρούλα και ας τσαντιζόσουν για
την Άντζελα.
Η δεύτερη όμως
ημέρα του Πάσχα ήταν και η καλύτερη. Μίνι εκδρομή στο χωριό για μάζεμα χόρτων
για τους μεγάλους , τρέξιμο για εμάς στα λιβάδια και βλακείες μέχρι τελικής
πτώσης. Η επιστροφή είχε καθάρισμα του βουνού από τα χόρτα (αν διαθέταμε πάγκο
στην λαϊκή ειλικρινά θα είχαμε ξεπουλήσει) , βράσιμο, ψήσιμο κρεατικών
στην σχάρα και φυσικά το καλύτερο, ψωμί στα κάρβουνα με λάδι ,ρίγανη και αλάτι
. Το απόγευμα φυσικά έπαιζε το πρώτο παγωτό της χρονιάς number one.
Κάπως έτσι λοιπόν
κυλούσαν οι ημέρες αυτές. Φυσικά πριν την Κυριακή, είχε κάθε απόγευμα εκκλησία
όπου εκεί βρισκόμασταν με τα παιδιά από το σχολείο και καθόμασταν στον ετοιμόρροπο
γυναικωνίτη. Νηστεία γιατί έπρεπε το έλεγαν οι γραφές( όπου γραφές βάλε μαμά). Όπου έφτανε η μέρα
που σιγά σιγά ο κόσμος αποχωρούσε, το σπίτι άδειαζε και αυτό που έμενε ήταν μια
προσμονή για την επόμενη φορά,για τα επόμενα γέλια, τους επόμενους τσακωμούς.
Το κείμενο αυτό
είναι αφιερωμένο στα ξαδέρφια μου. Ήταν οι σούπερ ήρωες της παιδικής μου
ηλικίας. Αυτή η γιορτή είχε νόημα εφόσον υπήρχαν αυτοί εκεί στην αυλή, στην
στρωματσάδα, στις σκανταλιές. Εσείς τι αναμνήσεις έχετε από όλα αυτά τα Πάσχα
στο χωριό;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου